Εὐαγόρᾳ

Εὐαγόρᾳ
Εὐαγόρᾱͅ , Εὐαγόρη
fem dat sg (attic doric aeolic)
Εὐαγόρᾱͅ , Εὐαγόρης
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὐαγόρα — Εὐαγόρᾱ , Εὐαγόρη fem nom/voc/acc dual Εὐαγόρᾱ , Εὐαγόρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Εὐαγόρᾱ , Εὐαγόρης masc nom/voc/acc dual (doric) Εὐαγόρᾱ , Εὐαγόρης masc voc sg (attic doric) Εὐαγόρᾱ , Εὐαγόρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐαγόρας — Εὐαγόρᾱς , Εὐαγόρη fem acc pl Εὐαγόρᾱς , Εὐαγόρη fem gen sg (attic doric aeolic) Εὐαγόρᾱς , Εὐαγόρης masc acc pl (doric) Εὐαγόρᾱς , Εὐαγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐαγόραι — Εὐαγόρᾱͅ , Εὐαγόρη fem dat sg (attic doric aeolic) Εὐαγόρᾱͅ , Εὐαγόρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐαγόραν — Εὐαγόρᾱν , Εὐαγόρη fem acc sg (attic doric aeolic) Εὐαγόρᾱν , Εὐαγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐαγόραο — Εὐαγόρᾱο , Εὐαγόρης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… …   Dictionary of Greek

  • Νικοκλής — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Κύπρου κατά την αρχαιότητα. 1. Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (4ος αι. π.Χ.). Είχε διαδεχτεί στο θρόνο τον πατέρα του Ευαγόρα A’ το 374 π.Χ., αφού σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στην Αθήνα. Ο ρήτορας Ισοκράτης, που… …   Dictionary of Greek

  • Σαλαμίς — Αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στην ανατολική ακτή της, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από το γιο του Τελαμώνα Τεύκτρο. Αποικίστηκε από ελληνικά φύλα από τα τέλη της 2ης χιλιετίας και Έλληνες είναι συνήθως οι βασιλιάδες της του 6ου αι. π.Χ. που …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”